- αμάντευτος
- -η, -ο (AM ἀμάντευτος, -ον) [μαντεύομαι]αυτός που δεν προμαντεύθηκε ή που δεν μπορεί κανείς να τόν μαντέψει, να τόν προβλέψειαρχ.-μσν.1. αυτός που δεν μπορεί να προβλέψει, να εξιχνιάσει κάτι2. με την ίδια σημασία για σκύλους χωρίς οξεία όσφρηση.
Dictionary of Greek. 2013.